- φειδωλόν
- φειδωλόςsparingmasc acc sgφειδωλόςsparingneut nom/voc/acc sgφειδωλόςsparingmasc/fem acc sgφειδωλόςsparingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φειδωλός — ή, ό / φειδωλός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός, Α 1. αυτός που διαθέτει ή καταναλώνει κάτι με σύνεση και μέτρο, οικονόμος 2. (κατ επέκτ.) τσιγκούνης, φιλάργυρος νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο φειδωλός ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους υμενόπτερων εντόμων… … Dictionary of Greek